- αμάγευτος
- -η, -οαυτός που δεν επηρεάζεται από τα μάγια, που δε γοητεύεται: Έμεινε αμάγευτος από τη γοητεία της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμάγευτος — η, ο (Μ ἀμάγευτος, ον) [μαγεύω] αυτός που δεν μαγεύθηκε ή δεν μπορεί να μαγευθεί, αυτός που δεν τόν πιάνουν μάγια νεοελλ. αυτός που δεν έχει γοητευθεί ή δεν μπορεί να γοητευθεί, ο αγοήτευτος … Dictionary of Greek
αμαγγάνευτος — η, ο [μαγγανεύω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί μαγγανεία, μάγια 2. αυτός που δεν επιδέχεται μαγγανείες, ο αμάγευτος 3. ο αμαγγάνιστος* … Dictionary of Greek
αμαγγάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πιεστεί, συνθλιβεί με μάγγανο, που δεν υπέστη κατεργασία με μάγγανο (συσφιγκτήρα ή πιεστήριο), απρεσάριστος 2. (για υφάσματα) αυτός που δεν τεντώθηκε στο μάγγανο υφαντουργίας (τελάρο) 3. αμαγγάνευτος, αμάγευτος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αμαγγάνευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν επηρεάζεται από μαγγανείες, αμάγευτος: Τις μαγγανείες και τα τέτοια τ αψηφούσε· ήταν άνθρωπος αμαγγάνευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)